- ατέραμνος
- ἀτέραμνος, -ον (Α)1. τραχύς, σκληρός2. (για σωματικές λειτουργίες) εκείνος που παρουσιάζει δυσκαμψία ή δυσλειτουργία3. (για όσπρια) αυτός που βράζει δύσκολα, ο κακόβραστος4. σκληρός, άκαμπτος, ανηλεής (η λέξη και στον Παπαδιαμάντη, «πέλαγος άπειρον και ατέραμνον» — φοβερό, ανελέητο, πάντα φουρτουνιασμένο).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (ουδ.) *τέραμα (πρβλ. τείρω «θλίβω, κατατρίβω», τέρην «μαλακός, λεπτός», τεράμων «απαλός, τρυφερός») + (επίθημα) -mno- (πρβλ. απάλαμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.